- αγόνατος
- ἀγόνατος, -ον (Α) [γόνυ]1. αυτός που δεν έχει γόνατο2. (για φυτά) αυτός που δεν έχει κόμπους, «μάτια».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγόνατος — without a knee masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγόνατος — η, ο (βοτ.), αυτός που δεν έχει γόνατα, κόμπους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγόνατον — ἀγόνατος without a knee masc/fem acc sg ἀγόνατος without a knee neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγονάτῳ — ἀγόνατος without a knee masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγόνατοι — ἀγόνατος without a knee masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek